Κλιμακώνεται η πίεση της Ουάσινγκτον προς την Άγκυρα

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ - ΕΝΤΟΝΗ ΑΝΤΙΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ ΜΜΕ

Σε μια ιδιότυπη διπλωματική πολιορκία της Άγκυρας προσομοιάζει η ολοένα κλιμακούμενη άσκηση πιέσεων από αμερικανικούς θεσμούς στο καθεστώς Ερντογάν τα τελευταία εικοσιτετράωρα.

Μετά την έκδοση ταξιδιωτικής οδηγίας από το State Department, το βράδυ της Τετάρτης προς Πέμπτη 22 Απριλίου, η οποία περιέχει μια πρωτοφανή για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αναφορά στον κίνδυνο σύλληψης Αμερικανών πολιτών σε τουρκικό έδαφος ανά πάσα στιγμή και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας χωρίς στοιχεία, τα αμερικανικά ΜΜΕ την Πέμπτη το πρωί αναφέρονται στην προγραμματιζόμενη επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τον Τζο Μπάιντεν το Σάββατο 24 Απριλίου.

Συγκεκριμένα η Wall Street Journal, που απευθύνεται στο συντηρητικό επιχειρηματικό κοινό των ΗΠΑ και εκφράζει το συντηρητικό εβραϊκό λόμπι, προαναγγέλλει την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων για το ερχόμενο Σάββατο, ενώ σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα οι New York Times, που απευθύνονται στην προοδευτική ελίτ των ΗΠΑ και εκφράζουν το προοδευτικό εβραϊκό λόμπι, αφιερώνουν εκτενές άρθρο, εξηγώντας τη σημασία της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων και τις επιπτώσεις που θα έχει μια τέτοια ενέργεια στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Την ίδια ημέρα, στην ηλεκτρονική πια έκδοσή του, το Newsweek, που απευθύνεται στη μεγάλη λαϊκή μάζα των αμερικανικών δημοκρατικών που ψήφισαν Μπάιντεν στις πρόσφατες εκλογές αναδεικνύοντας μια νέα πολιτική πλειοψηφία στις ΗΠΑ, με πρωτοσέλιδη καταχώριση του μόνιμου αρθρογράφου του Ράμσεν Σαμόν, καλεί τον Τζο Μπάιντεν να «αποκαλέσει τη γενοκτονία με το αιματοβαμμένο όνομά της».

Προκαλεί εντύπωση η χρονική συγκυρία εντός της οποίας ο εν λόγω αρθρογράφος για πρώτη φορά αναφέρεται στην προσωπική ιστορία του, ως απόγονος της ξεκληρισμένης από τους Οθωμανούς οικογένειάς του Ασσυρίων Χριστιανών Μονοφυσιτών που ομιλούν τη σύγχρονη αραμαϊκή. Ο Αμερικανός αρθρογράφος, που γεννήθηκε στο Σικάγο, επαναφέρει στην αμερικανική κοινή γνώμη μια -για πολλές δεκαετίες- ξεχασμένη ιστορία με πρωταγωνιστές τους αποδεκατισμένους πια Ασσύριους Χριστιανούς της νοτιοανατολικής Τουρκίας, που κυνηγήθηκαν μέχρι τελικής εξοντώσεως από τις οθωμανικές και κατόπιν από τις σύγχρονες τουρκικές Αρχές και που αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν, είτε σε μεγάλα αστικά κέντρα της Τουρκίας, είτε στο εξωτερικό, με μοναδικούς σχεδόν προστάτες σε αυτή τη διαχρονική και συστηματική εξόντωσή τους το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τη γειτονική Ελλάδα. Ο Αμερικανός αρθρογράφος, με μια εντυπωσιακή γραφή για τα αμερικανικά δεδομένα, ανατρέχει στα προσωπικά του βιώματα και τις αναμνήσεις του από διηγήσεις των πρεσβυτέρων της οικογένειάς του για το λαμπρό παρελθόν και το σκοτεινό παρόν των κυνηγημένων Ασσυρίων της νοτιοανατολικής Τουρκίας.

Σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους στην Αθήνα αλλά και στην Ουάσινγκτον, η στάση αυτή των κυρίαρχων αμερικανικών ΜΜΕ, που επηρεάζουν την αμερικανική κοινή γνώμη, πρέπει να συνδεθεί με τη διαφαινόμενη ολοκλήρωση στο αμερικανικό State Department του σχεδιασμού της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας κατά την τετραετή θητεία της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Έτσι η ταξιδιωτική οδηγία από το State Department συνδυάζεται άμεσα με την απόφαση των παραγόντων του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας, η οποία αποτυπώνεται στην επιστολή που στάλθηκε στην Άγκυρα, διά της οποίας η Τουρκία πληροφορείται επισήμως και τελεσιδίκως για την αναδιάρθρωση του προγράμματος παραγωγής των αεροσκαφών F-35, χωρίς πλέον τη συμμετοχή, παρουσία και εταιρική σχέση της Τουρκίας με το πρόγραμμα αυτό.

Με λίγα λόγια, το αμερικανικό στρατιωτικό-διπλωματικό κατεστημένο εγκαταλείπει στα «κρύα του λουτρού» την τουρκική στρατιωτική βιομηχανία, η οποία ήδη έχει επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια επί της συμμετοχής στην παραγωγή του Stealth μαχητικού αεροσκάφους πέμπτης γενιάς. Σύμφωνα με τους παραπάνω διπλωματικούς κύκλους, η διαρκώς εντεινόμενη διπλωματική πίεση προς την Άγκυρα από αμερικανικά θεσμικά κέντρα προδίδει μια συνειδητή και προγραμματισμένη πορεία της αμερικανικής πολιτικής, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί πλέον και ως «καθεστωτική αμφισβήτηση» του συστήματος Ερντογάν.

Θα ήταν άτοπο έως και αποπροσανατολιστικό να μη συμπεριληφθεί στο παραπάνω σκεπτικό και η θέση-αντίδραση του τουρκικού διπλωματικού κατεστημένου, το οποίο γνωρίζει με λεπτομέρειες και σε βάθος τις διεργασίες που συντελούνται στο αμερικανικό State Department. O αδιαμφισβήτητος πρύτανης του τουρκικού διπλωματικού σώματος, Σουκρού Ελεκντάγκ, επικεφαλής της τουρκική διπλωματίας για πολλά χρόνια, εκφραστής της θεωρίας των δυόμισι πολέμων και επικεφαλής της ομάδας που διαπραγματεύτηκε με τις ΗΠΑ την άρση του αμερικανικού εμπάργκο λόγω Κυπριακού, αποκαλύπτει με τηλεοπτική του παρέμβαση το πόσο σοβαρή επίπτωση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα έχει η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Κατά τον βετεράνο διπλωμάτη, η ενέργεια αυτή του Τζο Μπάιντεν θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στα θεμέλια των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και κατεδάφιση του οικοδομήματος που έχει στηθεί μεταπολεμικά μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας. Ο έμπειρος διπλωμάτης πρόσθεσε επίσης πως το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα παρατηρηθεί μια πολύ έντονη δικαστική δραστηριότητα στις ΗΠΑ και σε άλλα διεθνή δικαστικά φόρα, με πρωταγωνιστές Αμερικανούς πολίτες, απογόνους Αρμενίων μειονοτικών, που προσφεύγουν κατά του κράτους για ζητήματα που αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως περιουσιακές εκκρεμότητες που αφορούν μειονοτικούς πολίτες της Τουρκίας διαχρονικά.

Ο Σουκρού Ελεκντάγκ αναφέρεται συγκεκριμένα σε μια υπόθεση που θυμίζει πολύ την ιστορία Λοΐζίδου στα κατεχόμενα της Κύπρου, τις υποθέσεις Νοβ Σεσιγιάν-Νταβογιάν-Μπακαλιάν, οι οποίες αυτή την ώρα «τρέχουν» στα αμερικανικά δικαστήρια. Πρόκειται για υποθέσεις που δεν αφορούν μόνο παλιές ιστορίες από τη γενοκτονία του 1915, αλλά αναφέρονται σε πολύ πιο πρόσφατες καταστάσεις. Με λίγα λόγια, καταδεικνύεται ο διαχρονικός χαρακτήρας κατατρεγμού και καταστολής μειονοτικών δικαιωμάτων όχι μόνο στην οθωμανική, αλλά και στη σύγχρονη Τουρκία.

Δημιουργεί, λοιπόν, πολλά αναπάντητα ερωτήματα το πώς τόλμησε ένας βουλευτής της αντιπολίτευσης και αντιπρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να προκαλέσει προσωπικά τον Ταγίπ Ερντογάν, αναφέροντας δημόσια πως ελπίζει ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας να μην έχει το ίδιο τέλος με τον μακαρίτη πρόεδρο Μεντερές, τον οποίο κρέμασαν στρατιωτικοί πραξικοπηματίες τη δεκαετία του ’50. Μια τέτοια ενέργεια ακόμα και ενός βουλευτή έχει μεγάλες συνέπειες στην Τουρκία του Ερντογάν και επιφέρει ακόμα και ποινές πολυετούς φυλάκισης, αφού εκλαμβάνεται ως εξύβριση του θεσμού της Προεδρίας και απειλή κατά του ίδιου του προέδρου, ακόμα και υποκίνηση πραξικοπήματος. Τόσο στην Άγκυρα όσο και στην Κωνσταντινούπολη είναι αρκετοί οι παρατηρητές που επισημαίνουν πως ο εν λόγω πολιτικός της αντιπολίτευσης εκμεταλλεύτηκε το δυσμενέστατο κλίμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις για να προχωρήσει σε αυτή την πρωτοφανή, έμμεση αλλά σαφέστατη επίθεση προς τον Ταγίπ Ερντογάν.

Exit mobile version